LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Call girl
/kˈɔːl ɡˈɜːl/
/kˈɔːl ɡˈɜːl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "call girl"
Call girl
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a female prostitute who can be hired by telephone
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
call forwarding
call forth
call for
call fire
call down
call in
call in sick
call into question
call it a day
call it as one sees it
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App