Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cabby
01
ταξιτζής, οδηγός ταξί
a person who drives a taxi to transport passengers for a set price
Παραδείγματα
The cabby picked up passengers from the busy airport.
Ο ταξιτζής πήρε επιβάτες από το πολυσύχναστο αεροδρόμιο.
Every night, the cabby works late shifts in the city.
Κάθε βράδυ, ο ταξιτζής εργάζεται σε βραδινές βάρδιες στην πόλη.



























