LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Butanoic acid
/bjˈuːtɐnˌəʊɪk ˈasɪd/
/bjˈuːtɐnˌoʊɪk ˈæsɪd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "butanoic acid"
Butanoic acid
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an unpleasant smelling fatty acid found especially in butter
word family
butanoic acid
butanoic acid
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
butane
butadiene
butacaine sulfate
butacaine
but
butanol
butanone
butat
butazolidin
butch
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App