Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bus station
01
στάση λεωφορείων, τερματικός σταθμός λεωφορείων
a place where multiple buses begin and end their journeys, particularly a journey between towns or cites
Dialect
American
Παραδείγματα
She arrived at the bus station early to ensure she would n’t miss her bus to the city.
Έφτασε στον σταθμό λεωφορείων νωρίς για να βεβαιωθεί ότι δεν θα χάσει το λεωφορείο της για την πόλη.
The bus station was crowded with travelers, all waiting for their buses to arrive.
Ο σταθμός λεωφορείων ήταν γεμάτος ταξιδιώτες, όλοι περίμεναν να φτάσουν τα λεωφορεία τους.



























