Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to burn off
[phrase form: burn]
01
καίω, καθαρίζω με φωτιά
to use a flame to remove something
Παραδείγματα
The gardener had to burn off the old leaves to make room for new growth.
Ο κηπουρός έπρεπε να καύσει τα παλιά φύλλα για να αφήσει χώρο για νέα ανάπτυξη.
The workers had to burn off the excess paint from the metal surface.
Οι εργάτες έπρεπε να καύσουν το πλεόνασμα χρώματος από την μεταλλική επιφάνεια.
02
καίω, καταναλώνω
to consume energy by doing physical activity
Παραδείγματα
Swimming is a full-body exercise that can help burn off calories efficiently.
Η κολύμβηση είναι μια πλήρης άσκηση του σώματος που μπορεί να βοηθήσει στην καύση θερμίδων αποτελεσματικά.
To maintain a healthy weight, it 's important to consistently burn off excess calories.
Για να διατηρήσετε ένα υγιές βάρος, είναι σημαντικό να καίτε συνεχώς τις περιττές θερμίδες.



























