LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bureaucratically
/bjˌɔːɹəʊkɹˈætɪkli/
/bjˌʊɹɹoʊkɹˈæɾɪkli/
Adverb (2)
Ορισμός και Σημασία του "bureaucratically"
bureaucratically
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
with respect to bureaucracy
02
in a bureaucratic manner
word family
bureaucratically
bureaucratically
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bureaucratic procedure
bureaucratic
bureaucrat
bureaucracy
bureau of the census
bureaucratism
bureaucratize
buret
burette
burg
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App