Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bubbling
01
φυσαλίδων, αφρώδης
emitting or filled with bubbles as from carbonation or fermentation
02
αφρώδης, ενθουσιασμένος
marked by high spirits or excitement
Λεξικό Δέντρο
bubbling
bubble
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φυσαλίδων, αφρώδης
αφρώδης, ενθουσιασμένος
Λεξικό Δέντρο