Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
brown-tail moth
/bɹˈaʊntˈeɪl mˈɑːθ/
/bɹˈaʊntˈeɪl mˈɒθ/
Brown-tail moth
01
σκώρος καφέ ουράς, είδος σκώρου με ερεθιστικές τριχίδες που μπορούν να προκαλέσουν δερματικά ερεθίσματα
a moth species with irritating barbed hairs that can cause skin irritation and allergic reactions in humans



























