LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Brosme brosme
/bɹˈɒzmɪ bɹˈɒzmɪ/
/bɹˈɑːzmi bɹˈɑːzmi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "brosme brosme"
Brosme brosme
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
large edible marine fish of northern coastal waters; related to cod
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
broomweed
broomstick
broomrape family
broomcorn millet
broomcorn
brosmius
broth
broth of a boy
broth of a man
brothel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App