Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bronchial asthma
/bɹˈɑːnkɪəl ˈæzmə/
/bɹˈɒnkɪəl ˈasmə/
Bronchial asthma
01
βρογχικό άσθμα, αλλεργικό άσθμα
respiratory disorder characterized by wheezing; usually of allergic origin
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
βρογχικό άσθμα, αλλεργικό άσθμα