LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Breast implant
/bɹˈɛst ˈɪmplant/
/bɹˈɛst ˈɪmplænt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "breast implant"
Breast implant
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an implant for cosmetic purposes to replace a breast that has been surgically removed
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
breast feeding
breast drill
breast cancer gene test
breast cancer gene 2
breast cancer gene 1
breast implant removal
breast of lamb
breast of veal
breast pocket
breast pump
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App