Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
under threat
01
υπό απειλή, απειλούμενος
in a situation where something harmful or dangerous is likely to happen, often due to a warning or risk
Παραδείγματα
The country 's economy is under threat due to rising inflation.
Η οικονομία της χώρας βρίσκεται υπό απειλή λόγω της αυξανόμενης πληθωριστικής πίεσης.
His job is under threat because of the company ’s financial struggles.
Η δουλειά του είναι υπό απειλή λόγω των οικονομικών δυσκολιών της εταιρείας.



























