Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
travel-sick
01
ταξιδιωτικός άρρωστος, ζάλη από κίνηση
feeling dizzy or nauseous due to movement or motion while traveling
Dialect
British
Παραδείγματα
She felt travel-sick during the long car ride.
Αισθάνθηκε ταξιδιωτική αδιαθεσία κατά τη διάρκεια του μακρινού αυτοκινητινού ταξιδιού.
He gets travel-sick whenever he ’s on a boat.
Παθαίνει ναυτία κάθε φορά που είναι σε βάρκα.



























