Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to sex down
[phrase form: sex]
01
μειώνω τη σεξουαλική έκφραση, κάνω λιγότερο ερεθιστικό
to make something less sexually appealing or exciting
Παραδείγματα
The producers decided to sex down the movie to make it suitable for a younger audience.
Οι παραγωγοί αποφάσισαν να μειώσουν τη σεξουαλική έκφραση της ταινίας για να την καταστήσουν κατάλληλη για νεότερο κοινό.
The author chose to sex down the novel to focus more on the plot rather than the romantic scenes.
Ο συγγραφέας επέλεξε να μειώσει το σεξουαλικό περιεχόμενο του μυθιστορήματος για να επικεντρωθεί περισσότερο στην πλοκή παρά στις ρομαντικές σκηνές.



























