Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Short memory
01
μικρή μνήμη, περιορισμένη μνήμη
the limited ability to remember or retain information
Παραδείγματα
His short memory made it hard for him to remember names.
Η μικρή μνήμη του έκανε δύσκολο να θυμάται ονόματα.
She often forgot appointments because of her short memory.
Συχνά ξεχνούσε ραντεβού λόγω της μικρής της μνήμης.



























