Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bus pass
01
κάρτα λεωφορείου, εισιτήριο λεωφορείου
a card or ticket allowing unlimited or specific rides on buses within a defined period
Παραδείγματα
In the city, many commuters use a bus pass to travel to work every day.
Στην πόλη, πολλοί επιβάτες χρησιμοποιούν ένα επαγγελματικό εισιτήριο λεωφορείου για να ταξιδεύουν στη δουλειά κάθε μέρα.
Sarah always keeps her bus pass in her wallet so she can use it whenever she needs to catch a bus.
Η Σάρα κρατάει πάντα το εισιτήριο λεωφορείου της στο πορτοφόλι της για να μπορεί να το χρησιμοποιεί όποτε χρειαστεί να πάρει λεωφορείο.



























