LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ad val
/ˈad vˈal/
/ˈæd vˈæl/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "ad val"
ad val
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in proportion to the estimated value of the goods taxed
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ad tracking
ad targeting
ad placement
ad network
ad nauseam
ad valorem
ad valorem tax
ad-lib
ada-scid
adactylia
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App