Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Passenger seat
01
κάθισμα του επιβάτη, θέση του επιβάτη
a seat in a car, bus, or other vehicle where someone who is not driving can sit
Παραδείγματα
She sat in the passenger seat while her friend drove the car.
Κάθισε στο καθισμα του επιβάτη ενώ ο φίλος της οδηγούσε το αυτοκίνητο.
The passenger seat has a seatbelt for safety.
Ο καθίσμος του επιβάτη έχει ζώνη ασφαλείας για ασφάλεια.



























