Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Central locking
01
κεντρικό κλείδωμα, σύστημα κεντρικού κλειδώματος
a system in a vehicle that enables all doors to be locked or unlocked simultaneously using a single switch or key
Παραδείγματα
My new car has central locking, so I can lock all the doors with just one press of a button.
Το καινούριο μου αυτοκίνητο έχει κεντρικό κλείδωμα, οπότε μπορώ να κλειδώσω όλες τις πόρτες με ένα μόνο πάτημα κουμπιού.
Central locking makes it convenient to secure your vehicle quickly when you're in a hurry.
Η κεντρική κλείδωση καθιστά βολικό να ασφαλίζετε γρήγορα το όχημά σας όταν βιάζεστε.



























