Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Single-track vehicle
01
οχήμα μονής τροχιάς, μονοτροχιακό όχημα
a vehicle designed to travel on a single narrow track, typically referring to motorcycles and bicycles
Παραδείγματα
The mountain trail was challenging for the single-track vehicle.
Το μονοπάτι του βουνού ήταν προκλητικό για το οχημα μονής τροχιάς.
He enjoyed the agility of his single-track vehicle on winding roads.
Απόλαυσε την ευκινησία του οχήματος μονής τροχιάς του στους κλειστούς δρόμους.



























