Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Combat athlete
01
αθλητής μάχης, μαχητής αθλητής
someone who participates in sports involving physical combat, such as boxing, MMA, or wrestling
Παραδείγματα
The combat athlete entered the ring with confidence, ready to showcase their skills.
Ο αθλητής μάχης μπήκε στο ρινγκ με αυτοπεποίθηση, έτοιμος να επιδείξει τις ικανότητές του.
The gym was filled with combat athletes preparing for their upcoming fights.
Το γυμναστήριο ήταν γεμάτο με αθλητές μάχης που προετοιμάζονταν για τους επερχόμενους αγώνες τους.



























