Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
polytechnic school
/pˌɑːlɪtˈɛknɪk skˈuːl/
/pˌɒlɪtˈɛknɪk skˈuːl/
Polytechnic school
01
πολυτεχνική σχολή, τεχνολογικό ινστιτούτο
an educational place where people learn practical skills for jobs like engineering or computer technology
Παραδείγματα
He enrolled in a polytechnic school to study computer engineering and programming.
Εγγράφηκε σε μια πολυτεχνική σχολή για να σπουδάσει υπολογιστική μηχανική και προγραμματισμό.
The local polytechnic school offers hands-on training in automotive mechanics and repair.
Το τοπικό πολυτεχνείο προσφέρει πρακτική εκπαίδευση σε αυτοκινητομηχανική και επισκευή.



























