Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
interactively
01
διαδραστικά, με διαδραστικό τρόπο
in a manner involving active participation and mutual influence among people
Παραδείγματα
The children played interactively, sharing toys and ideas.
Τα παιδιά έπαιξαν διαδραστικά, μοιράζοντας παιχνίδια και ιδέες.
Team members worked interactively to solve the problem.
Τα μέλη της ομάδας εργάστηκαν διαδραστικά για να λύσουν το πρόβλημα.
1.1
διαδραστικά, με διαδραστικό τρόπο
in a manner that allows continuous, two-way exchange of information between a user and a device or system
Παραδείγματα
The software lets users interactively explore different design options.
Το λογισμικό επιτρέπει στους χρήστες να εξερευνούν διαδραστικά διαφορετικές επιλογές σχεδιασμού.
You can interactively adjust the settings to customize your experience.
Μπορείτε διαδραστικά να προσαρμόσετε τις ρυθμίσεις για να προσαρμόσετε την εμπειρία σας.
Λεξικό Δέντρο
interactively
interactive
interact



























