Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stuff it
01
σκώψε, βούλωσέ το
used to tell someone to stop talking or dismiss what they are saying
Παραδείγματα
I 've heard enough of your complaints. Just stuff it!
Άκουσα αρκετά από τις παραπομπές σου. Σκάσε!
You do n't know what you 're talking about. Stuff it!
Δεν ξέρεις τι λες. Σκάσε!



























