Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wakey wakey
01
ξύπνα ξύπνα, σηκώ σηκώ
used to rouse someone from sleep or to gently urge them to wake up
Dialect
British
Παραδείγματα
Hey sleepy, it's time to start the day. Wakey wakey!
Γεια σου κοιμισμένε, είναι ώρα να ξεκινήσεις την ημέρα. Ξύπνα ξύπνα !
ome on, we've got a big day ahead. Wakey wakey, let's get moving!
Έλα, έχουμε μια μεγάλη μέρα μπροστά μας. Ξύπνα ξύπνα, ας κινηθούμε!



























