Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
meh
01
μπα, άσε
used to express indifference, lack of interest, or mild disapproval
Παραδείγματα
How was the movie? Meh.
Πώς ήταν η ταινία; Έτσι κι έτσι.
She asked if I liked the gift — meh.
Ρώτησε αν μου άρεσε το δώρο—μπα.



























