Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
holy crap
01
Αρχίδια, Πω πω
used to express extreme surprise, shock, disbelief, or astonishment
Παραδείγματα
Holy crap, I ca n't believe he just jumped off the roof!
Πω πω!, δεν μπορώ να πιστέψω ότι μόλις πήδηξε από την οροφή!
Holy crap, I just won the lottery!
Πω πω, μόλις κέρδισα το λόττο!



























