Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in fulfillment of
/ɪn fʊlfˈɪlmənt ʌv/
/ɪn fʊlfˈɪlmənt ɒv/
in fulfillment of
01
σε εκπλήρωση, στο πλαίσιο της εκπλήρωσης
in the act of carrying out or achieving a task, duty, or obligation as required or expected
Παραδείγματα
He completed the project in fulfillment of his commitment to the client, meeting all the specified requirements.
Ολοκλήρωσε το έργο εκπληρώνοντας τη δέσμευσή του προς τον πελάτη, πληρώνοντας όλες τις καθορισμένες απαιτήσεις.
The project was completed in fulfillment of the contract requirements.
Το έργο ολοκληρώθηκε εκπληρώνοντας τις απαιτήσεις της σύμβασης.



























