Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in order to
01
προκειμένου να, για να
with the intention of achieving a specific goal or outcome
Παραδείγματα
She studied diligently in order to pass her final exams with flying colors.
Μελέτησε επιμελώς προκειμένου να περάσει τις τελικές εξετάσεις της με επιτυχία.
He saved money in order to buy a new car.
Εξοικονομούσε χρήματα για να αγοράσει ένα καινούριο αυτοκίνητο.



























