Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
diaphragmatic
01
διαφραγματικός, σχετικός με το διάφραγμα
related to the diaphragm, the muscle that separates the chest cavity from the abdominal cavity and aids in breathing
Παραδείγματα
Deep breathing exercises can strengthen the diaphragmatic muscles.
Οι ασκήσεις βαθιάς αναπνοής μπορούν να ενισχύσουν τους διαφραγματικούς μύες.
He felt a sharp pain in his diaphragmatic region after heavy lifting.
Ένιωσε έναν οξύ πόνο στην διαφραγματική περιοχή μετά από βαριά ανύψωση.
Λεξικό Δέντρο
diaphragmatic
diaphragm



























