Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
adverbial genitive
/ædvˈɜːbɪəl dʒˈɛnɪtˌɪv/
/advˈɜːbɪəl dʒˈɛnɪtˌɪv/
Adverbial genitive
01
επιρρηματική γενική, περιστασιακή γενική
a noun in the genitive case that functions as an adverbial modifier
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επιρρηματική γενική, περιστασιακή γενική