Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cable puller
01
εξάρτημα έλξης καλωδίων, τεντωτής καλωδίων
a tool or device used to exert force and aid in the pulling or tensioning of cables or wires, often used in electrical or construction work
Παραδείγματα
The workers used a cable puller to guide the electrical cables through the conduit quickly.
Οι εργάτες χρησιμοποίησαν έναν εξολκέα καλωδίων για να κατευθύνουν τα ηλεκτρικά καλώδια μέσω του αγωγού γρήγορα.
We needed a heavy-duty cable puller to move the thick cables through the tight space.
Χρειαζόμασταν ένα ανθεκτικό εξάρτημα έλξης καλωδίων για να μετακινήσουμε τα παχιά καλώδια μέσα από τον στενό χώρο.



























