Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stainless steel cleaner
01
καθαριστικό ανοξείδωτου χάλυβα, προϊόν καθαρισμού για ανοξείδωτο χάλυβα
a specialized cleaning product or solution used to clean and polish stainless steel surfaces, removing fingerprints and smudges
Παραδείγματα
I used a stainless steel cleaner to remove the fingerprints from the fridge.
Χρησιμοποίησα ένα καθαριστικό ανοξείδωτου χάλυβα για να αφαιρέσω τα αποτυπώματα από το ψυγείο.
The kitchen sink looks so much better after I cleaned it with a stainless steel cleaner.
Ο νεροχύτης της κουζίνας φαίνεται πολύ καλύτερα αφού τον καθάρισα με ένα καθαριστικό ανοξείδωτου χάλυβα.



























