Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Great room
01
μεγάλη αίθουσα, κοινόχρηστος χώρος διαβίωσης
a large and open living space that combines multiple functions like a living room, dining room, and sometimes a kitchen, into one area
Παραδείγματα
The family spends most of their time in the great room, where they can relax and eat together.
Η οικογένεια περνάει τον περισσότερο χρόνο της στο μεγάλο δωμάτιο, όπου μπορεί να χαλαρώσει και να φάει μαζί.
The great room features large windows that let in plenty of natural light.
Ο μεγάλος χώρος διαθέτει μεγάλα παράθυρα που επιτρέπουν την είσοδο πολύ φυσικού φωτός.



























