Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
multi-
01
πολυ, πολλαπλός
used to denote a multitude or variety of something
Παραδείγματα
The company operates in multiple countries across the globe.
Η εταιρεία λειτουργεί σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο.
She is multilingual, speaking five languages fluently.
Είναι πολύγλωσση, μιλάει πέντε γλώσσες με ευχέρεια.



























