LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Activistic
/ˌaktɪvˈɪstɪk/
/ˌæktɪvˈɪstɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "activistic"
activistic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
advocating or engaged in activism
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
activist
activism
active–stative alignment
activewear
activeness
activity
activity holiday
activity log
activity theory
activity tracker
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App