Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
half-assed
01
μισοτελειωμένος, αποτυχημένος
done with little effort, care, or commitment, often resulting in poor quality
Παραδείγματα
His half-assed attempt at fixing the car did n't work.
Η μισοτελειωμένη προσπάθειά του να φτιάξει το αυτοκίνητο δεν πέτυχε.
The presentation was poorly organized and seemed half-assed.
Η παρουσίαση ήταν κακοοργανωμένη και φαινόταν μισοτελειωμένη.



























