Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
01
ε, έτσι;
used to seek clarification, repetition, or agreement
Παραδείγματα
You ’ll meet me at 6, eh?
Θα με συναντήσεις στις 6, ε;
She ’s from Canada, eh?
Είναι από τον Καναδά, ε;
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ε, έτσι;