Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chicken finger
01
δάχτυλο κοτόπουλου, παναρισμένο και τηγανητό κομμάτι κοτόπουλου
a breaded and fried piece of chicken typically served as a finger-sized appetizer or snack
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δάχτυλο κοτόπουλου, παναρισμένο και τηγανητό κομμάτι κοτόπουλου