Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pastry flour
01
αλεύρι για ζαχαροπλαστική, αλεύρι ζαχαροπλαστικής
a type of flour with a moderate protein content that is finer than all-purpose flour but coarser than cake flour
Παραδείγματα
He carefully folded the fruit filling into the pastry dough made with pastry flour.
Προσεκτικά διπλωμένη η γέμιση φρούτων στη ζύμη που φτιάχτηκε με αλεύρι για ζαχαροπλαστική.
He mixed pastry flour with water and yeast to create a soft and chewy pizza dough.
Ανέμειξε αλεύρι ζαχαροπλαστικής με νερό και μαγιά για να δημιουργήσει μια μαλακή και μασώμενη ζύμη πίτσας.



























