Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bookshop
01
βιβλιοπωλείο, κατάστημα βιβλίων
a shop that sells books and usually stationery
Παραδείγματα
She found a rare first edition novel in the quaint little bookshop downtown.
Βρήκε ένα σπάνιο μυθιστόρημα πρώτης έκδοσης στο γραφικό μικρό βιβλιοπωλείο στο κέντρο της πόλης.
He spends hours browsing through the shelves in his favorite bookshop.
Περνάει ώρες ξεφυλλίζοντας τα ράφια στο αγαπημένο του βιβλιοπωλείο.
Λεξικό Δέντρο
bookshop
book
shop



























