Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Phone box
01
τηλεφωνικός θάλαμος, καμπίνα τηλεφώνου
an enclosed space with a public phone that someone can pay in order to use it
Dialect
British
Παραδείγματα
He stepped into the phone box to make an urgent call.
Μπήκε στο τηλεφωνικό θάλαμο για να κάνει μια επείγουσα κλήση.
The old red phone box stood as a nostalgic symbol in the city center.
Το παλιό κόκκινο τηλεφωνικό θάλαμο στέκονταν ως ένα νοσταλγικό σύμβολο στο κέντρο της πόλης.



























