Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bonehead
01
βλάκας, ηλίθιος
a person who exhibits a lack of intelligence or common sense
Παραδείγματα
He felt like a bonehead after forgetting his keys inside the car.
Ένιωσε σαν βλάκας αφού ξέχασε τα κλειδιά μέσα στο αυτοκίνητο.
Calling someone a bonehead during a heated argument wo n't help resolve the issue.
Το να αποκαλείς κάποιον βλάκα κατά τη διάρκεια ενός έντονου καβγά δεν θα βοηθήσει να λυθεί το πρόβλημα.



























