Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
up and running
01
λειτουργικός, σε λειτουργία
functioning correctly after being started or repaired
Παραδείγματα
The new website is finally up and running after weeks of development.
Ο νέος ιστότοπος είναι επιτέλους σε λειτουργία μετά από εβδομάδες ανάπτυξης.
The machine was fixed and is now up and running.
Η μηχανή επισκευάστηκε και τώρα λειτουργεί κανονικά.



























