Bondable
volume
British pronunciation/bˈɒndəbəl/
American pronunciation/bˈɑːndəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "bondable"

01

capable of holding together or cohering; as particles in a mass

02

capable of being fastened or secured with a rope or bond

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store