Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Car crash
01
αυτοκινητιστικό ατύχημα, σύγκρουση αυτοκινήτων
a situation where a car collides with something, such as another vehicle or other object
Παραδείγματα
The car crash on the highway caused significant traffic delays during the morning commute.
Το αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην εθνική οδό προκάλεσε σημαντικές καθυστερήσεις στην κυκλοφορία κατά τη διάρκεια της πρωινής μετακίνησης.
Fortunately, no one was seriously injured in the car crash, but several vehicles were damaged.
Ευτυχώς, κανείς δεν τραυματίστηκε σοβαρά στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αλλά υπήρξαν ζημιές σε αρκετά οχήματα.
02
αυτοκινητιστικό ατύχημα, αποτυχία
a sudden and dramatic failure or setback
Dialect
British



























