Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
on account of
01
λόγω, εξαιτίας
because of a specific reason or cause
Παραδείγματα
The event was postponed on account of the unexpected rainstorm.
Η εκδήλωση αναβλήθηκε λόγω της απροσδόκητης καταιγίδας.
She was promoted on account of her outstanding performance.
Προβιβάστηκε λόγω της εξαιρετικής της απόδοσης.



























