LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sex work
/sˈɛks wˈɜːk/
/sˈɛks wˈɜːk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sex work"
Sex work
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the provision of sexual services in exchange for money, goods, or favors
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sex up
sex symbol
sex segregation
sex organ
sex offense
sex-change operation
sex-limited
sex-linked
sex-linked disorder
sex-starved
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App