Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
01
ένας ιατρικός βοηθός, ένας βοηθός υγείας
a person who is licensed to diagnose and treat illness and disease under the supervision of a licensed physician
Dialect
American
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ένας ιατρικός βοηθός, ένας βοηθός υγείας