Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mouthy
01
φλύαρος, αναιδής
talking a lot and expressing one's opinions forcefully, especially in a rude and offensive way
Λεξικό Δέντρο
mouthy
mouth
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φλύαρος, αναιδής
Λεξικό Δέντρο