Mouthy
volume
British pronunciation/mˈa‍ʊθi/
American pronunciation/ˈmaʊθi/

Ορισμός και Σημασία του "mouthy"

01

talking a lot and expressing one's opinions forcefully, especially in a rude and offensive way

mouthy

adj

mouth

n
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store